Μεγάλη Σαρακοστή και Πάσχα - Λαογραφικά Τραπεζούντος Γ. Τρ. Βαφειάδου. Αθήναι, Γ. Τρ. Βαφειάδης

Ο Κουκαράς, το φόβητρο των παιδιών και το ημερολόγιο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής Καθαροδευτέρα. Η πρώτη ημέρα της μεγάλης νηστείας στον τόπο μας ήταν πράγματι ημέρα καθαριότητας. Πρώτα πρώτα όλα τα μαγειρικά σκεύη έπρεπε να καθαριστούν. Θα εβρασκούσαν τα σ̆κεύα̤ σ έναν τρανόν χαλκόν απέσ’ με σαχταροζώμ’ (την κατενήν) και οι κοδέσπενες θα απομανικούσαν και θα έτριφταν, θα έτριφταν να έβγαλνε όλα̤ τα λίγδας.

Μεγάλη Σαρακοστή και Πάσχα. Λαογραφικά Τραπεζούντος Πόντου. Αυτό γινόταν και για σκεύη που δεν χρησιμοποιούνταν πότε. Μου έλεγε η συγχωρεμένη η Θεία μου: «Να στράφτ΄νε τα τέσσερα μερόδες και με την νεστείαν και με τά μετάνα̤ς να καθαρίζομε την ψ̆ήν’ εμουν και τ’ απέσ’ εμουν». Την Kαθαρά Δευτέρα άρχιζε το «Θοδώρισμαν». Επί τρείς ημέρες οι περισσότερες γριές και πολλές νέες δεν έτρωγαν ούτε νερό έπιναν. Την Τετάρτη το πρωί απαραιτήτως θα πήγαιναν στα προηγιασμένα να πάρουν αντίδωρον (ύψωμα) και όταν επέστρεφαν στο σπίτι, τους παρατίθετο πλούσιο γεύμα από νηστίσιμα φαγητά και τα απαραίτητα τσιριχτά (τους λουκουμάδες). Εις τους Θεοδωρίζοντας επιτρέπετο το λάδι, παρ’ όλην την Τετάρτη. Την πρώτη ημέρα της Σαρακοστής ενεφανίζετο ο Κουκαράς. Σε ένα μεγάλο τυλιγμένο με μαύρο ύφασμα κάρφωναν περιφερειακώς έξι μαύρα φτερά και στο μέσον από κάτω ένα άσπρο. Κρεμούσαν τον κουκαρά στην κουζίνα ή σε εμφανές μέρος της τραπεζαρίας. Κάθε Κυριακή πρωί έπρεπε να αφεθεί από ένα μαύρο φτερό και την Κυριακή του Πάσχα το άσπρο. Έτσι ο κουκαράς χρησίμευε ως ημερολόγιο αλλά και ως φόβητρο των μικρών παιδιών να μη μαντζίρίζ’νε, δηλαδή να μην καταλύσουν τη νηστεία με την απειλή: Θα τρώει ‘σε ο κουκαράς, δηλαδή θα σε φάει ο κουκαράς.
Ο συγγραφέας μας κ. Γεώργιος Τρ. ΒαφειάδηςΧαιρετισμοί. Την πρώτη Παρασκευή ο καθένας πήγαινε στην ενοριακή του εκκλησία, τις άλλες ο κόσμος πήγαινε ως επί το πλείστον στην ιστορική Μονή της Θεοσκεπάστου Παναγίας της Τραπεζούντας. Ελέγετο έτσι, διότι ο ναός της μονής ήταν λαξευμένος μέσα σε βράχο, και ουχί χείρ’ ανθρώπου, αλλά αυτός ο Θεός τον σκέπασε δια βράχου. Κτήτορας του ναού υπήρξε η μήτηρ του Αυτοκράτορος Τραπεζούντος Αλεξίου του τρίτου 1349-1390 Ειρήνη η εκ Τραπεζούντος (Εκκλησία Τραπεζούντος, σελίδα 442). Εκεί εκκλησιαζόντουσαν τα πλήθη, ιδίως νέοι και νέες και εθεωρείτο νυφοπάζαρο. Όλο το προαύλιο με τα πολλά σκαλιά, το μεγαλοπρεπές καμπαναριό ανηγερθέν υπό του Χατζή Λάμπου Βαφειάδη, τα διάφορα διαμερίσματα, το Συνοδικό, τα κελιά των καλογραιών κατάμεστα πλήθους πάσης τάξεως, με τις ποικιλόμορφες ενδυμασίες των γυναικών από τις πλέον μοντέρνες έως τις ζουπούνες με τα χρυσά τεπελούκια και τα φλουριά τους, τα κορδόνια με τον σταυρό και τα ποασ̆κιστία* (ή Χιλάλ ή Μποογαζσκιστήν) και τις πολύχρωμες ομπρέλες, όλα αυτά έδιναν μεγαλοπρεπή γραφικότητα, ιδίως κατά την μνήμη της μονής την Παρασκευή δηλαδή της Διακαινησίμου, όπου εορτάζετο η Ζωοδόχος Πηγή (δηλαδή Παναγία). Από την ιστορική αυτή Μονή σήμερα δεν μένει απολύτως τίποτε καθώς κατεδαφίστηκε καθ΄ολοκληρία αυτή και οι ανεκτίμητες της τοιχογραφίες.
Ο Νυμφίος. Τη μεγάλη βδομάδα συναγερμός γινόταν μεταξύ των χριστιανών δια την παρακολούθηση των Νυμφίων και των Αγίων Παθών του Θεανθρώπου. Την Μεγάλη Πέμπτη κάθε οικογένεια έπρεπε να προσκομίσει στην εκκλησία μέσα σε καλαθάκι, κόκκινα αυγά όσα τα μέλη της οικογένειας με ένα επιπλέον δια το εικονοστάσι του σπιτιού. Τα καλαθάκια αυτά ετοποθετούντο κάτω από την Αγία Τράπεζα. Κατά την Ανάσταση ο παπάς ευλογούσε όλα τα καλαθάκια. Στο σπίτι, ο καθένας θα έτρωγε από ένα αυγό για τη Χριστού τη χάρ’ και τη Δια̤βόλ’ την σπάσ’ δηλαδή για τη Χάρι Του Χριστού και για να σκάσει ο διάβολος. Με το αγιασμένο αυγό δεν επιτρεπόταν το τσούγκρισμα τα δε τσόφλια έπρεπε να μαζευτούν και να καούν για να μην πατηθούν. Την Μεγάλη Παρασκευή γινόταν η περιφορά του Επιταφίου, συνήθως κατά την περιφορά διασταυρώνονταν οι επιτάφιοι των Ενοριών Αγίου Γεωργίου Τσαρτακλή, Αγίου Βασιλείου και της Υπαπαντής κοντά στο Σεμερτσ̆ηλέρ Μπασή.
Η Ανάστασις του Κυρίου ημών Ιησού ΧριστούΗ Ανάστασις του Κυρίου. Μετά τα μεσάνυχτα δύο ως τρεις ώρες προ της αργής ο ζαγκότζον, δηλαδή ο κράχτης της νυκτός, θα χτυπούσε με τη βαριά μαγκούρα του όλες τις πόρτες των Χριστιανών να τους ξυπνήσει για τη Μεγάλη Ανάσταση. Συναγερμός πραγματικός συνέβαινε, όλος ο κόσμος αγουροξυπνημένος, έσπευδε στην Εκκλησία να ακούσει τις μελωδίες των Αναστάσιμων. Μετά τα πρώτα τροπάρια έβγαινε όλο το εκκλησίασμα στον περίβολο του ναού. Στον Μητροπολιτικό Ναό η πομπή με τον αείμνηστο Μητροπολίτη Χρύσανθο παρουσίαζε ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια και όταν ακούγετο το Χριστός Ανέστη, πραγματικά αναστατωνόταν όλη η πόλη από τους πυροβολισμούς των κουμπουριών, τις διάφορες ρουκέτες, τα πυροτεχνήματα και τη μεγάλη καμπάνα του Αγίου Γρηγορίου. Μετά την τελετή της Αναστάσεως, το εκκλησίασμα επέστρεφε στην εκκλησία για να ακούσει όλη τη θεία λειτουργία μέχρι την απόλυση. Η απόλυση κατά κανόνα γινόταν περίπου τα ξημερώματα. Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.

"Μεγάλη Σαρακοστή και Πάσχα - Λαογραφικά Τραπεζούντος" Γ. Τρ. Βαφειάδου. Αθήναι, Γ. Τρ. Βαφειάδης

Λεξιλόγιο:
*ποασ̆κιστία = Το Χιλάλ'. Πλεχτή ταινία από χρυσό νήμα σε πλάτος δύο δάχτυλων περίπου και μήκος όσο των δύο κροτάφων. Τα κορίτσια δεν φορούσαν Χιλάλ' ούτε μπογαζσκιστήν (ποασ̆κιστία). Η Μποογαζσ̆κιστή ήταν χρυσό ή αργυρό ή επίχρυσο περιλαίμιο που έκλεινε μπροστά με το μονόγραμμα της κοπέλας που το φορούσε.

Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία – Βασίλειος Β. Πολατίδης – www.kotsari.com 

Pin It

Print

Add comment


Security code
Refresh

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ