Η μάχη τη Κοπαλάντων στη Σαντά του Πόντου
Αν δεν απατώμαι ήταν η πρώτη φορά που συγκρούστηκαν κατά μέτωπο οι Σανταίοι με τα γειτονικά τουρκικά χωριά. Οι Σανταίοι γνώριζαν πολύ καλά τις προθέσεις και το μίσος των γειτονικών χωριών καθώς και το γεγονός ότι με την πρώτη ευκαιρία που θα δινόταν οι τούρκοι θα επιτίθεντο εναντίον κυρίως των απομακρυσμένων χωριών της Σάντας, Κοπαλάντων, Φτελέν και Χατζάντων με αντικειμενικό σκοπό τη λεηλασία και την αρπαγή των περιουσιών των Ελλήνων αλλά και την εξόντωση των παλληκαριών.
Οι πρόεδροι των χωριών μας, έχοντας συναίσθηση του κινδύνου που ελλόχευε και προκειμένου για την περιφρούρηση της ασφάλειας των Ελλήνων ώστε να μην καταληφθούν εξαπίνης σε ενδεχόμενη επίθεση των τούρκων, ίδρυσαν νυχτερινά φυλάκια στα περισσότερα χωριά. Η μάχη τη Κοπαλάντων στη Σαντά του Πόντου. Ένα τέτοιο φυλάκιο ιδρύθηκε και στο χωριό Χαρατζάντων κοντά στο Φτελέν και σε απόσταση μιάμισης ώρας απ το πρώτο τουρκικό χωριό. Το φυλάκιο αυτό φρουρούσε τον δημόσιο δρόμο από τα τουρκικά χωριά προς την Σάντα. Απ' τα μέσα Οκτωβρίου 1917 (το φυλάκιο αυτό) εφρουρείτο τη νύχτα εναλλάξ από παλληκάρια των χωριών Ισχανάντων, Πινανάντων και Τερζάντων. Θα μου μείνει αλησμόνητο το πρωινό της 25ης Ιανουαρίου του 1918 και κατά την ώρα 10:30. Ο ουρανός ήταν ολοκάθαρος, τα πάντα τριγύρω ήταν χιονισμένα. Γαλήνη και απόλυτη ησυχία κυριαρχούσε στο χωριό των Ισχανάντων όταν ξαφνικά ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί προερχόμενοι απ το βάθος του ποταμού. Όλο το χωριό αναστατώθηκε και οι κάτοικοι έντρομοι συγκεντρώνονταν στο καφενείο του χωριού ρωτώντας τι συμβαίνει. Εκείνη την ώρα εγώ βρισκόμουν στο καφενείο του Χρύσονος και άκουγα τους συνεχείς πυροβολισμούς. Χωρίς να χάσω καθόλου χρόνο καθώς ήμουν οργανωμένος στην άμυνα των χωριών μας, μπήκα σε ένα γειτονικό σπίτι, θα ήταν μάλλον του Σπυριδόπουλου αν θυμάμαι καλά, ξεκρέμασα το μάλιχγερ, το πήρα κι έφυγα με κατεύθυνση προς το χωριό Τερζάντων όπου ήταν η έδρα του Γενικού Οπλαρχηγού Γιάννη Σπαθάρου. Εκεί συνάντησα πάνω στον δημόσιο δρόμο τον Οπλαρχηγό Θεοδόση Χειμωνίδη με τον Γιάννη Τριανταφυλλίδη απ του Πιναντάντων και δύο ακόμα παλληκάρια απ του Τερζάντων (λησμόνησα τα ονόματά τους), που συζητούσαν τον τρόπο αντιμετώπισης της επίθεσης αυτής. Χωρίς πολλές συζητήσεις μαζί με τον Σπαθάρο και τους άλλους φύγαμε αμέσως για το Φτελέν και σε χρονικό διάστημα μίας ώρας (ρεκόρ ταχύτητας) βρεθήκαμε αντιμέτωποι των τούρκων απέναντι απ το χωριό Κοπαλάντων όπου είχε σημειωθεί η επίθεση. Απ' το Φτελέν ενισχυθήκαμε με τρία επιπλέον παλληκάρια και ως σύνολο οκτώ ατόμων πήραμε μέρος στη μάχη. Οι τούρκοι μόλις πληροφορήθηκαν την άφιξη μας και μετά τους πυροβολισμούς μας, άρχισαν γρήγορα-γρήγορα να οπισθοχωρούν αρπάζοντας ότι είχαν προφτάσει να λεηλατήσουν κατευθυνόμενοι προς την μεγάλη γέφυρα του δημόσιου δρόμου του ποταμού Γιάμπολη. Εκεί στράφηκαν τα πυρά μας κι εκεί έγινε ο τάφος τους. Συνολικά φονεύσαμε 14 τούρκους και αρκετούς άλλους τους τραυματίσαμε. Μετά την εκδίωξη των τούρκων απ του Κοπαλάντων και κατόπιν διαταγής του Οπλαρχηγού, στρέψαμε τα πυρά μας προς τα χωριά Αγρίδ και Ισχάν όπου οι σφαίρες μας μετέτρεψαν τα ξύλινα σπίτια των τούρκων σε κόσκινα, ενώ οι κάτοικοι τους διασκορπίστηκαν. Έτσι εξελίχθηκε η μάχη του Κοπαλάντων εξ αιτίας της οποίας οι τούρκοι δεν τόλμησαν να κάνουν άλλη επίθεση εναντίον μας αλλά για εκδίκηση στις 9 Μαΐου του 1918 έστησαν ενέδρα στις διαβάσεις του όρους Κιμισκή σε μια πόστα έντεκα πατριωτών μας Σανταίων που έρχονταν απ την Τραπεζούντα με προμήθειες κι εκεί τους φόνευσαν.
Πηγή: Εφραιμίδης, Ι. - Ποντιακή Εστία Τεύχος 38ον-39ον