Ποντιακά έτυμα, Κώστα Καραποτόσογλου Γ' μέρος (Μουτζουρούμης, Μουχρούτιν, Μυρσίνιν, Πάρια, Πατλίτζιν, Παχούλης).

Written by Πολατίδης Βασίλειος. Posted in Γλώσσα

Κοτυωρίτισσα κόρη με την επιχώρια ενδυμασία Μουτζουρούμης επιθ. αμάρτ, μουτζουρούμ΄ς Χαλδ. Μουτζιρούμ'ς Χαλδ Θηλ. Μουτζουρούμ'σσα. Ουδ. Μουτζουρούμ'κον, μουτζιρούμ'κον. Ξένη λέξη. Ανίκανος προς πάσαν πράξιν, αδύναμος.

Η λέξη ετυμολογείται από το τουρκικό mucurum = παράλυτος, κατάκοιτος, ανάπηρος.

Μουχρούτιν. Στη μεσαιωνική Ελληνική η λέξη μουχρούτιν σημαίνει:  1) μεγάλη βαθιά πήλινη λεκάνη, 2) είδος ποτηριού για το κρασί, και διασώζεται στην ποντιακή διάλεκτο ως μουχρούτιν (το), Κερ. Μουχούρτιν, - Κερ. Οιν. Μουχρούτ' - Τραπ. Χαλδ. Μουχούρτιν - Χαλδ. Πληθ, μουχρούτια = πήλινο τριβλίον φαγητού επιτραπέζιον. Στην κρητική ως μουρχούτα (η), η μεγάλη λεκάνη η τιθεμένη εις το μέσον του σοφρά, του χρησιμοποιούμενου αντί τραπέζης, εκ της οποίας λεκάνης έτρωγαν από κοινού παλαιότερον οι συνδαιτυμόνες. Στην κυπριακή, ως μουχρούτιν (το), = μουρχούτα, - στην Τήλο ως μουχούρτι και στη Σύμη ως μουχουρτί. Στην τουρκική makhrut σημαίνει: 1) κώνος (στην γεωμετρία), makhrut tam = Κώνος κανονικός, και 2) στρόβιλος (φυσική ιστορία) και προέρχεται από το αραβικό makhrut . Το πιθανότερο είναι ότι η μεσαιωνική ελληνική δανείστηκε τη λ. από δημώδη μορφή της λέξεως miqr ' a - t = grande ecuelle = μεγάλη γαβάθα, της οποίας ο διαφορετικός φωνηεντισμός δεν έχει καταγραφεί από τους άραβες λεξικογράφους γιατί όπως είναι γνωστό, η αραβική περιλαμβάνει στην γραφή μόνο σύμφωνα, ενώ τα φωνηεντικά σημεία συνήθως απουσιάζουν.

Μυρσίνιν (το), Κερασ. Μερσίν' Τραπεζούντα, Τρίπολη, Χαλδία. Από το αρχαίο ουσιαστικό μυρσίνη = θάμνος. Η λέξη μερσίνι (το), σιρίφι (ψάρι) storione, sturione, accipense, απαντάται για πρώτη φορά στην Ελληνική γλώσσα το 1709. Στην τουρκική γλώσσα απαντά η λέξη Mersin = Μύρτος, κοινώς η μυρτιά, σμερτιά, μερτιά, μερσινιά που προέρχεται από το αραβικό Marsin, Mirsin. 

Πάρια (τα), Οιν. Αγνώστου ετύμου. Ο Χρ. Τζιτζιλής αναφέρει ότι η λέξη πάρια παράγεται από το λατινικό Parries = ίσος, πληθ. = ζευγάρι. Για την σημασιολογική εξέλιξη πρβλ. αρχ. Πελένα = ζεύγος βοών. Η λέξη πάρια, = τα εδώδιμα, ετυμολογείται από το τουρκοπερσικό bar, ber = fruit, produce, seed, grain.

Πατλίτζιν (το), αμάρτ. Παλτίτζ' Σάντ. Πατίτζ' Κοτ. Χαλδ. Πληθ. πατλίτζια, πατίτζια. Ξένη λέξη, συνήθως κατά πληθ, η αναρριχητική φασολιά και ο καρπός της. Η λέξη ετυμολογείται από το τουρκικό patici = φρέσκα φασόλια.

Παχούλης, επίθ. αμάρτ. Παχούλτς Σάντ. Πιθανώς ξένη λέξη. Ζηλότυπος, ζηλιάρης. Ο Χρ, Τζιτζιλής παράγει την λέξη από το τουρκικό pihliz = τσιγκούνης-ζηλιάρης. Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό pahil = εγωιστής, ζηλότυπος, ζηλιάρης.

Ποντιακά έτυμα, του Κώστα Καραποτόσογλου. Πηγή: Αρχείον Πόντου Τόμος 40ος.

Ποντιακή Διαλεκτολογία & Λαογραφία – Βασίλειος Β. Πολατίδης – www.kotsari.com 

Print