Λαογραφικά - Ο γάμος στα Σούρμενα του Πόντου - Κείμενο Χρήστου Εφραιμίδη.
Ολόκληρος τόμος θα χρειαζόταν για να περιγράψουμε τα διάφορα ήθη και έθιμα που επικρατούσαν στις διάφορες εκδηλώσεις της ζωής στα Σούρμενα του Πόντου. Μπορούμε όμως τουλάχιστον να σημειώσουμε μερικά χαρακτηριστικά αρχίζοντας από τον γάμο.
Στα Σούρμενα του Πόντου, οι άνδρες παντρευόντουσαν από 18 έως 25 χρονών και οι γυναίκες από 15 έως 20 χρονών. Λαογραφικά - Ο γάμος στα Σούρμενα του Πόντου. Οι μνηστευμένοι πολλές φορές δεν γνωριζόντουσαν από πρίν, ήσαν δε υποχρεωμένοι να δεχθούν ασυζητητί το συνοικέσιο που τους επέβαλαν οι γονείς τους. Προξενητές στους γάμους ήταν κατά κανόνα οι συγγενείς του γαμπρού. Οι δε της νέας μπορούσαν αν ήθελαν να αρνηθούν με ένα ωραίο τρόπο το συνοικέσιο, ποτέ όμως δεν συζητούσαν ζητήματα προίκας, διότι η προικοδότησις στους Σουρμενίτες ήταν άγνωστη. Η αναγγελία του γάμου γινόταν 8 ημέρες νωρίτερα σε όλο το χωριό εκ μέρους των συγγενών του νέου και της νέας. Το πρωί της Κυριακής του γάμου οι συγγενείς, φίλοι και ο κουμπάρος με τους δικούς του μαζευόντουσαν στο σπίτι του γαμπρού για το ξύρισμα και το ντύσιμο του. Συνοδεία λύρας και τραγουδώντας το: “ξουρίστε τον φόρεστ’ ατόν’” ο κουμπάρος, εκτελώντας χρέη κουρέα εξύριζε τον γαμπρό και οι παρευρισκόμενοι συγγενείς και προσκεκλημένοι χάριζαν από ένα μαντήλι στον κουμπάρο, ρίχνοντάς το στον ώμο του την ώρα του ξυρίσματος. Την ίδια ώρα στο σπίτι της νύφης γινόταν το νυφοστόλισμαν από φίλες της νύφης. Την έντυναν με το μεταξωτό πουκάμισο, με την ποντιακή μεταξωτή ζουπούνα, το μεταξωτό σαλβάρ στη μέση ζώνη, με το λαχώρ’ με τα μεταξωτά κρόσσια, στα πόδια τις απαραίτητες διπλές κουντούρες, στα τρυπημένα αυτιά της χρυσά σκουλαρίκια, στο λαιμό της το χρυσό πεντόλιρο και στο κεφάλι το κουρσίν με τα φλουριά και σαν τέλειωνε το βαρύ αυτό ντύσιμο οδηγούσαν τη νύφη στη σάλα του σπιτιού, όπου άρχιζε ο αποχαιρετισμός, αλλά και οι ευχές των συγγενών και φίλων και τα κλάματα της νύφης. Τα οποία δυνάμωναν στο άκουσμα των τραγουδιών της παρέας του γαμπρού οι οποίοι ερχόντουσαν να την παραλάβουν. Ήταν δε τα κλάματα της νύφης, τόσο πραγματικά ώστε να συγκινήσσουν ακόμα και τις καρδιές των μικρών παιδιών. Ένα τέτοιο περιστατικό μου, διηγήθηκε ο Λεωνίδας Καζαντζίδης, μικρός τότε στους γάμους της θείας του αδερφής του πατέρα του, έβλεπε την αγαπημένη του θεία να πνίγεται στα δάκρυα στο άκουσμα του ερχομού του γαμπρού με την ακολουθία του. Την πλησίασε ήσυχα και της είπε: “Θεία, μην κλαίς, θα πάω τώρα να λύσω τον Ασλάν, (τον άγριο σκύλο τους) και θα δεις όλοι θα φύγουν”. Η κλαμένη θεία του, αντί να ευχαριστηθεί, τον έπιασε από το χέρι και του είπε στο αυτί του: “Μη Λεωνίδα, Μη!”. Ο μικρός τότε Λεωνίδας πολλά χρόνια αργότερα απορούσε γιατί έκλαιγε τελικά η θεία του αφού ήθελε να πάει με το γαμπρό. Όταν έφτανε η παρέα του γαμπρού με το γαμπρό υποβασταζόμενο από τον κουμπάρο στο σπίτι της νύφης και αφού ο γαμπρός πλήρωνε στην πεθερά του συμβολικά τα έξοδα θηλασμού της νύφης, παραλάμβανε τη νύφη και η πομπή ξεκινούσε για την εκκλησία τραγουδώντας το: “Άφη κόρη μ’ τον κύρη σου και κάνεις άλλο κύρη, Άφη κόρη τη μάνα σου και κάνεις άλλη μάνα. Η στέψη στην εκκλησία γινότανε πανομοιότυπα, όπως σε όλα τα μέρη του Πόντου, μετά τη στέψη ολόκληρη η πομπή με επικεφαλής το γαμπρό και τη νύφη κατευθύνονταν στο σπίτι του γαμπρού, τραγουδώντας στο: “τίμα κόρη τον πεθερό σ’, ας σον κύρη σ΄ καλλίον, τίμα κόρη μ’ την πεθερά σ’,ασήν μάνα σ’ καλλίον. Όταν η νύφη έμπαινε στο καινούριο σπίτι, χτυπούσαν μπρος στα πόδια της και σπάζανε ένα πήλινο αγγείο, οι σπιτικοί φιλούσαν τη νύφη, η οποία ανταπέδιδε φιλώντας το χέρι τους. Έπειτα έμπαιναν στο δωμάτιο όπου τους περίμεναν στολισμένα και καλοστρωμένα τραπέζια. Ο γαμπρός, η νύφη, ο κουμπάρος και οι συμπέθεροι καταλάμβαναν το κεντρικό τραπέζι και αφού πρώτα έπιναν στην υγεία του γαμπρού της νύφης, του κουμπάρου και των συμπεθέρων, ακολουθούσε μια ατελείωτη πανδαισία με ποικιλία φαγητών που δεν έπρεπε να ήταν λιγότερα των 10 ειδών. Απαραίτητα χαράς φαγητά ήταν: τσορβά, πατιτσοχί άχν’, σαρμάδες, κρομυδοχιάχν’, κολοκυθογιάχν’, πιλάφ’, σουτλή, και στο τέλος έφερναν με πομπή τραγουδώντας το: “Εγια μόλα Εγιαλέσα” την χρυσοστόλιστη κότα, την κοσάρα του γαμπρού. Κατόπιν άρχιζε ένας ατελείωτος χορός στην αυλή, όπου όταν έμπαινε η νύφη τραγουδούσαν το: “Αρχή ντε σίβα στο χορό έπιασα χέρι τρυφερό”. Κατά τα ξημερώματα οι καλεσμένοι φεύγοντας για το σπίτι τους αποχαιρετούσαν τους νεόνυμφους, κουρασμένοι από το αδιάκοπο γλέντι και τη χαρά, τραγουδώντας το: “Χάραξε κι η Ανατολή, τιμά κόρη μ’ τον άντρα σου ας' όλουνους καλλίο, πάγει να ξημερώση”.
Ενημερωθείτε περισσότερο για τα Σούρμενα στις ακόλουθες αναρτήσεις μου: Σούρμενα Πόντου. Ιστορία - Γεωγραφία - Αποικισμός - Γλώσσα & Πολιτισμός
Έγραψε στη Ποντιακή Εστία, τεύχος 47-78 (1954) ο Χρήστος Σ. Εφραιμίδης: Λαογραφικά - Ο γάμος στα Σούρμενα του Πόντου.
Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com