Η Γυναικεία Ενδυμασία (Αμφίεση - Φορεσιά) στον Πόντο

Written by Πολατίδης Βασίλειος. Posted in Ενδυμασίες

Η γυναικεία ενδυμασία (φορεσιά) στην ευρύτερη περιφέρεια του Πόντου / Κερασούντας και ΤραπεζούνταςΗ Ζιπούνα ή Ζουπούνα
Είναι όμοια με ρόμπα, με τη διαφορά ότι είναι εφαρμοστή στο κορμί και τα μανίκια, γαϊτανοκέντητα και στενά, φθάνουν μέχρι τον καρπό. Ποδήρης χιτώνας για το ακριβέστερο του όρου και της περιγραφής. Ανοιχτή μπροστά, καλύπτει ελάχιστο πλαϊνό τμήμα του στήθους, στο πάνω μέρος. Λίγο πάνω απ΄ τον ομφαλό κουμπώνεται με 3-4 κουμπιά πολύ κοντά το ένα με τ' άλλο, καλά εφαρμοστά, για να κρατάει το στήθος ψηλά, σαν στηθόδεσμος. Μετά το κούμπωμα, τα κανάτια της ζιπούνας φαρδαίνουν ακόμα διασταυρούμενα και συγκρατούνται, σφιχτοδεμένα, παράλληλα με ταραπουλούζ' ζωνάρι ή λαχώρι.  

Το γυναικείο ζωνάρι διαφέρει σε χρωματισμό και διαστάσεις απ΄ το ανδρικό ταραπουλούζ. Το μήκος της ζιπούνας φτάνει λίγο ψηλότερα απ΄ τον αστράγαλο. Είναι από μετάξινο πολύχρωμο ύφασμα (κουτνίν) και εσωτερικά έχει φόδρα (αστάρ) ατλάζινο, μονόχρωμο γυαλιστερό. Φέρει δυο σκισίματα δεξιά κι αριστερά κατά μήκους του μηρού, απ΄ τους γλουτούς μέχρι κάτω. Το μπροστινό άνοιγμα είναι κεντημένο με γαϊτάνια. Το ίδιο και το άκρο του μανικιού κυκλικά σε πολλές σειρές. Ζιπούνα ή ζουπούνα ή αντερή ή εντερή. Την ζιπούνα την φορούσαν επάνω από το καμίσ' και το σαλβάρ', με στενό γιακά σχιστά μανίκια που γύριζαν επάνω ή κομβιωμένα με μεταξωτά κουμπιά ή αργυρά. Με φόδρα μεταξωτή ή σατέν εσωτερικά. Κατασκευαζόταν από μάλλινο ή μεταξωτό ή πασμά ύφασμα χτυπητού χρώματος τσαμφάζ' ή ατλάζ' ή μουαρέ ή κουτνίν, ή gεζίν ή χρυσοκέντητο σεβαϊν. Στις αστικές περιοχές είχε γενικευτεί στην καθημερινή ζωή η χρήση ενός απλού ριχτού φορέματος. Στις επίσημες γιορτινές εμφανίσεις χρησιμοποιούσαν ζουπούνες από πολύτιμα υφάσματα, βαμβακομέταξα και ολομέταξα.

Δείτε το σχετικό βίντεο για την γυναικεία ενδυμασία στον Πόντο (πρώτο μέρος)

Οι ονομασίες για τις ζουπούνες ήταν : 1) Αλαβέρα ή παπί γούλα που χρησιμοποιούταν σπάνια για ζουπούνα μάλλον δε περισσότερο για σαλβάρι. Άλλαζε χρώμα ανάλογα με τον φωτισμό βυσσινί-μώβ, πράσινο-βυσσινί, μπλε-βυσσινί. 2) Ατλάζι. 3) Γουμάσ̌', γομάσ̌' κουμάσ̌', κομάσ̌'. 4) Κατιφέ, βελούδο απλό ή με σχέδια. 5) Κε̤ζί(ν), κι͜α̈ζί (το). Ριγωτό, άσπρες με πράσινες, βυσσινί ή πορτοκαλί φαρδιές ρίγες. 6) Κουτνίν, γουτνίν. Ριγωτό σατέν. Μαύρες ρίγες στενές και φαρδιές κόκκινες με κίτρινο σχέδιο που το πετύχαιναν βάφοντας το στημόνι (τεχνική ταρακλί). 7) Σεντεφλί κεζί. Ριγωτό φόντι σε απαλά χρώματα και ψιλή μαύρη ρίγα με πολύχρωμα υφαντά σχέδια. 8)  Μουαρέ, μουαράν. Μονόχρωμο ή πολύχρωμο σε υφαντό σχέδιο ζακάρ. Από υβουάρ μουαρέ γινόταν συνήθως η νυφική ζουπούνα. 9) Τσαμφάζ, τσανιφές. 10) Σεβαΐν (το) χρυσοϋφαντο σε χρώμα υβουάρ με σχέδια στην ύφανση από χρυσές και ασημένιες κλωστές. Το χρησιμοποιούσαν μόνο για νυφική ζουπούνα. 11)  Σάμ, σσιάμ. Πιθανό να ήταν δαμασκηνό ύφασμα. Σάμ ονόμαζαν τη Δαμασκό.
Από τα υφάσματα αυτά το πιο συνηθισμένο ήταν το κεζί και τα πλέον πολύτιμα ήταν το μουαρέ και το σεβαϊν. Η διακόσμηση της ζουπούνας γινόταν με την τερζήδικη τεχνική. Ήταν τυπική απλή και διακριτική. Το διακοσμητικό υλικό, γαϊτάνι και σιρίτι Μεταξωτό ή μεταλλικό τονίζει απλώς το σχήμα του ενδύματος γραμμικά. Τα θέματα των σχεδιαστών υφασμάτων είναι γραμμικά ριγέ υφάσματα, κεζί, σεντεφλί, μάνουσα. Ανατολίτικα σχηματοποιημένα πτηνά, μικρά η μεγάλα φυτικά θέματα, μεμονωμένα άνθη ή μπουκέτα. Στη Λιβερά υπήρχε ένα ελεύθερο διακοσμητικό θέμα το τρυγόν', σχηματοποιημένο πτηνό το οποίο κεντούσαν στο σημείο που κατέληγε το μπροστινό άνοιγμα. Στο γύρω έφερε μεταξωτό γαϊτάνι και στο στήθος ήταν ανοιχτή οπότε και κούμπωνε με 3 ή 4 μεταξωτά ή αργυρά ή από το ίδιο με τη ζιπούνα ύφασμα κουμπιά έως του ομφαλού. Από τους ώμους έως κάτω στα πόδια διχαζόταν για να αφήνει μέρος του σαλβαριού να προεξέχει και να φαίνεται. Αποτελείτο από 3 κομμάτια. Ένα μονοκόμματο πίσω και δυο μπροστά που επανώτιζαν το ένα στ' άλλο, (το δεξί επάνω από το αριστερό). Τα δυο μπροστινά φύλλα τουρκιστί ονομάζονταν ατάκια και όταν αυτά ή το πισταμπάλ' σηκώνονταν λίγο επάνω σχηματιζόταν στη ζιπούνα ένα είδος κόλπου η λεγόμενη εμποδέα. Στη Λιβερά η γυναικεία ζιπούνα στο στήθος και προς τον ομφαλό κατέληγε σε ελλειψοειδές σχήμα με 2-3-4 κουμπιά βαμβακερά μαύρα ή κυανού χρώματος. Στο επάνω μέρος της ζιπούνας κεντούσαν με λεπτό μεταξωτό γαϊτάνι το τριχύλλ' και ενίοτε με σύρμα ένα σχήμα πτηνού που ονόμαζαν τρίγωνον. Τα μανίκια ήταν σχιστά στα άκρα δουλεμένα κι αυτά με τριχύλλ' ήταν ανοιχτά και δεν κούμπωναν. Ζιπούνι φορούσαν και οι άνδρες μάλιστα δε ποδήρη αλλά τους νεότερους χρόνους τη θέση του πήρε το ισλίκ'.

Δείτε το σχετικό βίντεο για την γυναικεία ενδυμασία στον Πόντο (Δεύτερο μέρος)

Σαλβάρ' ή σαρβάλ'. Ένδυμα των κάτω άκρων. Κάλυπτε το σώμα από τη μέση και έφτανε μέχρι λίγο πιο πάνω από τους αστράγαλους. Το φορούσαν πάνω από το εσώρουχο (βρακί). Ήταν πολύ φαρδύ (πλατύ) και είχε ίδιο πλάτος στο πάνω και κάτω μέρος του. Στις καταλήξεις των ποδονάριων του από όπου έβγαιναν τα πόδια προεξείχαν τα bατζαγοδέματα που έδεναν λίγο επάνω από τον αστράγαλο και άφηναν περίσσιο ύφασμα να πλεονάζει δημιουργώντας κόλπο. Κατασκευαζόταν από 7-8 πήχεις ύφασμα χτυπητού χρώματος πάντα, μάλλινο ή βαμβακερό, ή φανέλα ή πασμά ή μεταξωτό ή τζαμφάζ' ή και χρυσοκέντητο ανάλογα την οικονομική δυνατότητα και την κοινωνική τάξη και την ηλικία της κόρης ή δέσποινας που το φορούσε. Εσωτερικά είχε φόδρα από πανί και στη μέση έδενε με βρακοζών'. Το σαλβάρ' φαινόταν από τα δυο πλάγια ανοίγματα της ζιπούνας η οποία κάλυπτε λόγω κατασκευής της μόνο το μπρος και πίσω μέρος του σώματος. Αυτό ήταν δυνατό να δείχνει ωραιότητα και κάλλος στην ενδυμασία όποτε δεν συνδυαζόταν η ζιπούνα με φοτά ή πισταμπάλ'. Αλλού το σαλβάρ' λεγόταν και λώμμαν.

Η Κοτσοδέτρια
Μαντίλι μεγάλο από λεπτό πυκνόφαντο τούλι. Είχε σχήμα τετράγωνο και διπλωμένο διαγώνια, έπαιρνε το σχήμα ορθογώνιου ισοσκελούς τριγώνου. Δενότανε έτσι, συμμετρικά με την υποτείνουσα μετωπικά, τα δε δυο ισομήκη άκρα, περνούσαν πάνω απ΄τ΄αυτιά, αγκάλιαζαν τις πλεξούδες (τα τσάμι͜ας) με διασταύρωση πάνω στην κοτύλα (αυχένα), αφήνοντας να κρέμονται οι πλεξούδες ανάμεσα απ΄τ΄αγκάλιασμα με χάρη, μακριές μέχρι την έδρα και έπειτα δενότανε πάνω στη μετωπική χώρα του κρανίου (εκορδυλιάγουσαν). Οι πλεξούδες (τα τσ̌άμι͜ας), χιλιοτραγουδισμένες, ήταν το στολίδι της ομορφιάς των κοριτσιών και των νέων νιφάδων. Ο ερωτευμένος νέος που και τον θάνατο, με βρόγχο πνιγμού τα μαλλιά της αγαπημένης του, θεωρεί αγαθόν, τραγουδάει : Ξεροχτέντσον τα μαλλόπα σ΄ και δος ΄ατά πιτσ̌ί̤μ-ί, τύλτσον ατά ΄ς σο γουλόπο μ΄, σύρον κ΄έπαρ΄την ψ̌η μ'-ι.

Η γυναικεία ενδυμασία (φορεσιά) στην ευρύτερη περιφέρεια του Πόντου / Ματσούκα Πόντου / Γυναίκες με λετσέκιαΤο λετσέκ. Κλαδωτό μετάξινο μαντίλι σε σχήμα κοτσοδέτριας. Το φορούσαν οι νέες. Οι γριές και οι χήρες φορούσαν λετσέκ' με μαύρες βούλες .

Το καμίσ' . Το γυναικείο καμίς (υποκάμισο), ήταν από λευκό κανναβένιο ύφασμα εγχώριας παραγωγής και έφτανε απ΄ το λαιμό ίσαμε τα γόνατα και μπροστά στο στήθος ήταν ανοιχτό. Καμίσ'. Με μακριά και πλατιά μανίκια, στενό γιακά αλλά ευρύτερο στο στήθος έναντι του ανδρικού πουκάμισου. Σχιστό μπροστά από το λαιμό ίσα με τον ομφαλό. Κατασκευαζόταν από άσπρο πανί, χασέ, λινό, λινομέταξο ή και ολομέταξο ύφασμα, (μαλάζ' καμίσ' και κεναρλίν). Το καμίσ' το φορούσαν σταυρωτά μπροστά στο στήθος.

Το βρακίν.  Απ΄το ίδιο ύφασμα με το καμίς. Το φορούσαν κατάσαρκα και δενόταν στη μέση με βρακοζών' όπως και το ίστονιν των ανδρών.
Ήταν λευκό μέχρι τα γόνατα και από δω και κάτω πρόσθεταν παρέκταμα από έγχρωμο ύφασμα που διακρίνονταν απ΄ τις πλάγιες σχισμές της ζιπούνας και έφτανε κάτω απ΄τη φοτά, ίσαμε το μέσο της κνήμης. Το Βρακίν' ή πανταλόνι κατασκευαζόταν από το ίδιο ύφασμα με το καμίσ'. Έδενε μπροστά με το βρακοζών. Το βρακί έφτανε ως τα γόνατα. Εν Αδύσση (κωμόπολη του Ντορουλίου) το βρακί ονομαζόταν αντζοφόρ' και ειδικότερα λώμμαν. Τους παλαιότερους χρόνους το βρακί έφτανε πιο κάτω από το γόνατα και στις απολήξεις-άκρα εκάστου βρακοποδίου είχε ένα είδος κορδονιού (γαϊτάνι) από λευκό βαμβακερό ύφασμα για να δένετε στις κνήμες. Τα βρακοπόδια αυτά λεγόντουσαν ποδωνάρια.

Κόρη Λιβερίτισσα με το σπαλέρ (στηθόπανο) / Αγροτική ενδυμασία Λιβεράς Τραπεζούντας Το σπαρέλ'. Από έγχρωμο ύφασμα που το λέγανε κοκνέτσα με μονόχρωμη φόδρα. Είχε σχήμα ισοσκελούς τραπεζίου με τη μικρότερη βάση προς το λαιμό, η οποία έφερε ημικυκλική εγκοπή στο μέσον, για να περιβάλλει το λαιμό με δυο ιμάντες (ακροδέτες) για το δέσιμο πίσω στον αυχένα (κοτύλα). Με δυο πάγια κορδόνια πιασμένα από σημείο κοντά στη μεγάλη βάση τα (σπαρελοδέματα), δενότανε πίσω στην πλάτη, εφαρμοστά.Όλο το σπαρέλ' έφτανε μέχρι τον ομφαλό και τα (σπαρελοδέματα) περνούσαν κάτω απ΄τα στήθια, εγκλωβίζοντας, τα κάτω απ΄τ' σπαρέλ. Ήταν ο γυναικείος στηθόδεσμος του Πόντου.

Στηθοπάνν' ή επανωκάμισον. Κομμάτι άσπρου λεπτού υφάσματος ή μεταξωτού ενίοτε που το φορούσαν επάνω από το πουκάμισο και κάτω από την ζιπούνα για να καλύπτει μόνο το ανοιχτό σημείο του στήθους.

Γιαχαλούχ' ή γιακαλούκ'. Επικάλυμμα των μαστών από τούλι (τόρ') ή από μεταξωτό ύφασμα που φορούσαν από το λαιμό οι νεόνυμφοι για να ΄΄κρύφ' νε τ' εμπροκάρδ(ι)α τουν΄΄.

Γελέκ'. Είδος στηθόδεσμου που το φορούσαν κάτω από το στήθος για το κρατά ψηλά αλλά και για να μην μεγαλώσει. Αποτελείτο από δυο κομμάτια χασέ ύφασμα που κούμπωναν μπροστά με κουμπιά και πίσω έδεναν με τέσσερα δέματα από δύο έκαστο και ήταν δίχως μανίκια. Στο Ακ Ντάγ κατασκευαζόταν από πασμά χτυπητού χρώματος, ήταν επίσης χωρίς μανίκια και χρησίμευε σαν κορσές ενώ κάλυπτε το στήθος και τα νώτα.

Η Φοτά. Έγχρωμη με κυανές ή πράσινες και λευκές ταινίες κάθετες διασταυρούμενες κάθετα με φαρδιές οριζόντιες του ίδιου χρωματισμού.΄Έχει όλο το ένδυμα τούτο σχήμα τετράγωνο και φοριέται εξωτερικά, σαν επικάλυμμα όλης της ενδυμασίας, απ΄ τη μέση, μέχρι κάτω απ΄ τα γόνατα, πλησιέστερα προς τον καρπό του ποδιού. Η μία πλευρά περιβάλλει τη μέση και δένεται με ακροδέτες, όπως και το σπαρέλ. Το άνοιγμα της βρίσκεται στα πλάγια του έξω μηρού, σε αντίθεση προς πολλά άλλα μέρη του Πόντου όπου δένονται πίσω, με το άνοιγμα κατά μήκος της έδρας. Το πλάγιο δέσιμο μαρτυρεί το τραγούδι...
«Σύρον αν' και σύρον κά, η φοτά σ΄ σο γιάν' απάν'. Ο Θεός την ψη μ΄ να παίρ' 'σ άσπρον το κιορτάν΄τς΄ απάν'». Κι η φοτά όπως και το σπαρέλ', ήταν ο στόχος των ερωτευμένων υμνωδών της γυναικείας αμφίεσης. «΄Σ σο σπαρελόπο σ΄αφ'κά κ΄ες ντο είν' ατά ντο κείνταν', Κιμισχ̌ανάς μηλόπα είν', εμέν κι΄εσέν' κανείνταν. Το λετσ̌εκόπο σ΄ κόκκινον κι η φοτά σ΄ γερανέον, κι ατό το στραβοτέρεμα σ΄, τούρκον ευτάει Ρωμαίον »

Γυναικεία Κοσμήματα. Τα γυναικεία κοσμήματα είναι πολύ ευτελή σε αξία, απλά, φανταχτερά. Τα ζάβας πολύ λεπτά σαν χρυσά, συρμάτινα δαχτυλίδια. Τα βραχάλια - βραχιόλια κοκάλινα. Τα Σταυρά - σταυροί κοκάλινοι, μονοκέρια, αγιοκέρια και το πολύ – πολύ ασημένιοι σταυροί κρεμασμένοι απ΄ το λαιμό, με μετάξινη κλωστή χοντρή, ή με ασημένιες ψιλές αλυσίδες.

Κόρες απο τη Φάτσα του Πόντου (1903) με τις επιχώριες παραδοσιακές τους ενδυμασίες Καλύμματα κεφαλής :

Τάπλα, δισκοειδές χαμηλό κάλλυμα κεφαλής με ραμμένα επάνω του φλουριά τα οποία επικάλυπταν κατά το ήμιση το ένα τ' άλλο. Η τάπλα έφερε δύο γαϊτάνια εκατέρωθεν τα οποία στερέωναν πίσω από το κεφάλι και κάτω απ τις πλεξούδες. Τάπλα φορούσαν τα ανήλικα κορίτσια και οι γυναίκες. Οι ηλικιωμένες φορούσαν κουκούλλ' με τα λεγόμενα τσαμπάρια. Στην Χαλδία τα κορίτσια φορούσαν ενίοτε κουκούλλ' χρωματιστό και επάνω τύλιγαν τσίτ, ενώ αγόρια και κορίτσια την άνοιξη φορούσαν τερλίκια κεντημένα με ζινίχια (χάντρες). Πάνω απ το κουκούλ έραβαν φούντα από χάντρες και στο κάτω μέρος μήλο του Μαϊου με σκελίδα σκόρδο και σταυρό, προς αποφυγή της βασκανίας. Στη Λιβερά δεν φορούσαν τάπλα. Μετά από επιμελές χτένισμα με μία ή δύο πλεξούδες φορούσαν ένα τετράγωνο ύφασμα (την κατζοδέτρα) το οποίο δίπλωναν σε τρίγωνο σχήμα με το πλατύ μέρος να αρχίζει από το μέτωπο και τις άκρες του να κατευθύνονται στο πίσω μέρος του κεφαλιού στο επάνω μέρος του αυχένα όπου σφίγγονταν καλά και επανερχόντουσαν στο επάνω μέρος το μετώπου όπου και δένονταν. Η κατζοδέτρα ήταν άσπρο ύφασμα από πολύ πυκνό τούλι ή από βαμβακερό ύφασμα. Πάνω απ την κατζοδέτρα φορούσαν το λετζέκ, μεγάλο τετράγωνο βαμβακερό μαντήλι σε κοκκινοκίτρινη βάση και κόκκινα λουλούδια για τις νέες, ενώ μαύρες βούλες για γρέες και χήρες. Πάνω από το λετζέκ φορούσαν και ένα δεύτερο ομοίως, το οποίο κάλυπτε τα αυτιά και έδενε επίσης στο επάνω μέρος του μετώπου. Με την πάροδο των χρόνων εξέλιπαν όμως όλα αυτά και έμεινε μόνο κάλλυμα κεφαλής το λετζέκ. Στα Σούρμενα το λετζέκ χρησιμοποιείτο και σαν καμαρωτέρ' δηλαδή καλύπτρα της νύφης.

Ντουλμπάνι. Σε Τραπεζούντα, Χαλδία, Σάντα αλλά και στα χωριά τα κοράσια ως την ηλικία των 16 ετών δεν φορούσαν τάπλα, αλλά ένα λεπτότατο άσπρο ύφασμα με δαντέλα, μπιμπίλλαν ή χάντρες περιμετρικά. Διπλωνόταν σε τρίγωνο και οι δύο άκρες δενόντουσαν πίσω στο στον αυχένα κάτω απ τις πλεξούδες όπου και δενόταν αφού είχαν διασταυρωθεί κάτω απ το λαιμό ή στην κορυφή της κεφαλής. Τα κοράσια άνω των 16 ετών ενίοτε φορούσαν και τάπλα την οποία κάλυπταν όμως με το λετζέκ. Τα κοράσια από 20 ως 25 ετών φορούσαν κόκκινα και πράσινα κεντημένα με χάντρες και ψευτοφλουριά τσίτε (τσίτια) ενώ από 25 με 35 φορούσαν κίτρινα. Πέραν τούτων όλα μάλλον ήταν μαύρα. Οι μεσήλικες συνήθως δεν έδεναν το λετζέκ αλλά το άφηναν ελεύθερο να καλύπτει το επάνω μέρος της κεφαλής και να κατέρχετε χωρίς δέσιμο εκατέρωθεν πλάγια στο στήθος. Τα μικρότερα κορίτσια φορούσαν γιαζμάν, δηλαδή λεπτότατο άσπρο ή κίτρινο ύφασμα με χρωματιστά κλαδιά μικρότερο από το τσίτ' παρόμοιο με καλεμκερί. Η γιαζμά στο μεταλλείο του Ακ Ντάγ λεγόταν κουβράχ το οποίο σα ταινία διπλωνόταν γύρω απ την τάπλα και άσπρο ντουλμπάνι κάλυπτε την κεφαλή χωρίς να δένετε καταλήγοντας στους ώμους ελεύθερο. Χρησίμευε τούτο σαν νυφική καλύπτρα στην Πουλαντζάκη της Κερασούντας αλλά και αλλού.

Τε̤πελίκ' ή τα̤παλίκ' δηλαδή τάπλα η οποία έφερε στο επάνω μέρος της λεπτό στρογγυλό έλασμα αργυρό ή επίχρυσο με γραμμωτά, σπειροειδή ανάγλυφα. Περιφερειακά έφερε ραμμένα χρυσά νομίσματα (φλουριά) τα οποία επικάλυπταν το ένα τ' άλλο. Άλλοτε αντί ελάσματος χρησιμοποιούσαν χρυσοκέντητο επίστρωμα. Τεπελίκι έφεραν μόνο οι νέες. Τάπλα έφεραν τα κορίτσια άνω των 16 χρόνων και οι μεσήλικες γυναίκες. Οι άνω των 50 χρόνων γυναίκες και οι γραίες φορούσαν το λεγόμενο φιντσάν' από φέσι φτιαγμένο, ή το ονομαζόμενο κουκούλλ' πάλι από κομμάτια φεσιού κατασκευασμένο το οποίο σκέπαζαν με άσπρο ντουλμπάνι και χοντρά τσίτια. Στους νεότερους χρόνους έφεραν τα τσαμπάρ(ι)α δηλαδή πολλά τσίτ(ι)α το ένα επι του άλλου με μία μποχτσάν που έδενε επάνω από όλα. Το πρώτο από τα τσαμάρ(ι)α ήταν άσπρο και τα άλλα σκούρα ή μαύρα. Η τάπλα και το τεπελίκ' στερεώνονταν στο κεφάλι με δύο κορδόνια μεταξωτά, (με κατεύθυνση πίσω από τα αυτιά) που έδεναν πίσω στον αυχένα κάτω από την ή τις πλεξούδες.

Κ̤ουρσίν. Είδος τεπελικίου κεντημένο στο πάνω μέρος με χρυσοκλωστή ή με ραμμένο μονοκόμματο χρυσοϋφαντο κέντημα με κεντημένο άνθος στο μέσον και εξαρτημένο στον αριστερό κρόταφο και προς τα κάτω ένα κροσσό (εξ' ου και κουρσίν) από χρυσά νήματα. Γύρω του εμπρός κρέμονταν φλουριά. Έδενε το κουρσίν όπως και η τάπλα.

Τε̤ρλίκ' ή και τα̤ρλίκ'. Παλιό κάλυμμα της κεφαλής όπως και το ανδρικό τερλίκ' αλλά κεντημένο με ποικιλόχρωμα νήματα με ενίοτε ραμμένα νομίσματα εις το γύρο -πούρτζ(ι)α- (σατζάκι) δηλαδή κέντημα σε σχήμα μικρών τρίγωνων.

Καλύμματα της κεφαλής που κάλυπταν συγχρόνως και μεγάλο μέρος του σώματος ήταν τα εξής παρακάτω:

Ελληνίδα κόρη απο την Πουλαντζάκη με την επιχώρια παραδοσιακή της ενδυμασία και το κάλυμα της κεφαλήςΒαλά. Νυφικό κάλυμμα της κεφαλής (στο Άκ Ντάγ Ματέν και αλλού) που έφτανε ως τη μέση και κάλυπτε (πέριξ) εμπρός και πίσω τη νύφη, σαν το πουλλούν ή πουρλούν.

Πουλλούν ή πουρλούν. Νυφικό πολύ λεπτό κάλυμμα της κεφαλής στα Κοτύωρα σε πράσινο ή κόκκινο χρώμα που έφτανε ως τους ώμους και κάλυπτε εμπρός πίσω, δεξιά και αριστερά το κεφάλι. Το φορούσαν μετά τη στέψη.

Σάλ'. Μάλλινο ευρωπαϊκό μονόχρωμο ή πολύχρωμο ύφασμα σαν μπέρτα που σκέπαζε το κεφάλι, τα νώτα, τους ώμους και το στήθος.
Το χρησιμοποιούσαν οι μεσήλικες αλλά και οι γραίες στον εκκλησιασμό, σε καιρό ψύχους, επισκεπτόμενες την αγορά αλλά και όταν ήταν άρρωστες.

Εκτός των παραπάνω υπήρχαν και ποδήρη καλύμματα κεφαλής:

Τσα̤ρκούλ'. Μεγάλο σαν το τουρκικό τσαρτσάφ'. Άσπρο μεταξωτό που κάλυπτε όλο το σώμα εμπρός και πίσω ως τα πόδια. Το μεταχειριζόντουσαν απαραίτητα οι νέες γυναίκες και τα ενήλικα κοράσια σε επισκέψεις και εκκλησιασμούς. Στο Καράπερτσιν της Αμισού, τσαρκούλ' έλεγαν και το καμαρωτέρ.

Κάγια. Παλιότερη καλύπτρα της κεφαλής από το καμαρωτέρ'. Από το όνομα Κάγια προήλθε το θηλυκό επίθετο καγιασούζαινα που δήλωνε σκωπτικά την κόρη που δεν αξιώθηκε να παντρευτεί δηλαδή την γεροντοκόρη.

Καμαρωτέρ'. Στη Λιβερά λεγόταν καμάρα, ενώ σε Κοτύωρα και Σινώπη λεγόταν τουβάκι. Στα Σούρμαινα αντί του καμαρωτέρ' χρησιμοποιούσαν το λετσέκ, ενώ στο μεταλλείο Ντενέκ και στην Πουλαντζάκη απλά ένα τούλ'.

 Ποντιακή Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com 

Print