Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος, ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος Φιλιππίδης & Μητροπολίτης Τραπεζούντος ΠόντουΟ Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος (κατά κόσμον Χαρίλαος Φιλιππίδης, Γρατινή Ροδόπης 1881- Αθήνα, 28 Σεπτεμβρίου 1949) ήταν Έλληνας θεολόγος και ακαδημαϊκός και μία από τις μεγάλες μορφές της Ορθοδόξου Εκκλησίας των νεότερων χρόνων, Μητροπολίτης Τραπεζούντας (1913-1938) και Αρχιεπίσκοπος Αθηνών (1938-1940). Γεννήθηκε το 1881 στη περιοχή της Κομοτηνής (Θράκη) όπου και έλαβε τα πρώτα εγκύκλια γράμματα. Το 1897 εισήχθηκε στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης από την οποία αποφοίτησε το 1903μ οπότε χειροτονήθηκε διάκονος και τον ίδιο χρόνο ακολούθησε στη Τραπεζούντα τον μητροπολίτη Κωνσταντίνο Καρατζόπουλο όπου άρχισε εκεί την υπηρεσία του ως ιεροκήρυκας και καθηγητής στο «Φροντιστήριο» (Γυμνάσιο) της πόλης, όπου δίδαξε θρησκευτικά μαθήματα αναπληρώνοντας τον συνοδικό μητροπολίτη (που είχε μεταβεί στη Κωνσταντινούπολη) ως πρόεδρος των σχολικών επιτροπών.

Μετά τον θάνατο του Μητροπολίτη ο Χρύσανθος διατήρησε τη θέση του και επί του διαδόχου μητροπολίτη του μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντίνου Στ΄ μέχρι του 1907 οπότε και απήλθε προς ευρύτερες σπουδές στην Ευρώπη με την οικονομική βοήθεια των προυχόντων της Τραπεζούντας. Μετά από τετραετή φοίτηση σε πανεπιστημιακές σχολές στην Λειψία της Γερμανίας και στην Λωζάνη της Ελβετίας επέστρεψε στη Βασιλεύουσα όπου ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ του ανέθεσε τη διεύθυνση και αρχισυνταξία του επίσημου πατριαρχικού οργάνου «Εκκλησιαστική Αλήθεια». Κατά το στάδιο αυτό της παραμονής του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ο Χρύσανθος μυήθηκε στη σεβάσμια εκκλησιαστική τάξη και παράδοση καθώς και επί των προβλημάτων της Εκκλησίας και του Έθνους. Την ίδια εποχή γνωρίστηκε με τον Ίωνα Δραγούμη και με τον στενό του συνεργάτη Αθανάσιο Σουλιώτη - Νικολαΐδη με τους οποίους ανέπτυξε μια μεγάλη φιλία δια της οποίας  αναδείχθηκε η περί του υψηλού Ιδεαλισμού κλίση του. Επίσης οι ελληνοκεντρικές ιδέες του Περικλή Γιαννόπουλου την ίδια εποχή δεν έπαυσαν να τον συγκινούν. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος Φιλιππίδης & Μητροπολίτης Τραπεζούντος ΠόντουΤην εποχή εκείνη η Οθωμανική Αυτοκρατορία ταράζονταν από δύο αμφίρροπα ρεύματα. Εις μεν το εσωτερικό από την αποκληθείσα τότε «κίνηση των εθνικοτήτων» χριστιανών και μουσουλμάνων που βεβαίως την πνευματική, οικονομική αλλά και αριθμητική υπεροχή των μουσουλμάνων ωθούσε ο νεοτουρκικός σωβινισμός . Εις δε το εξωτερικό διαγραφόταν πράγματι μια απειλή κυοφορούμενης «σταυροφορίας» των Χριστιανικών Χωρών πρώτιστα της Βαλκανικής κατά της Αυτοκρατορίας. Πράγματι στον αγώνα δρόμου των παραπάνω κινήσεων η δεύτερη πρόλαβε τη κατίσχυση της κίνησης των κινήματος των εθνικοτήτων στην οποία πολλοί εκλεκτοί Έλληνες μεταξύ των οποίων και ο Χρύσανθος αλλά βεβαίως και αλλοεθνείς συνδέθηκαν με το συναρπαστικότερο ίσως όραμα μιας βαθμιαίας αναμόρφωσης της φθίνουσας Αυτοκρατορίας σε μια φιλελεύθερη ισονομούμενη κυρίαρχη πολιτεία σε νεο-βυζαντινά ίχνη. Για το όραμα αυτό πολύ λίγα έγιναν γνωστά στον ελληνικό τύπο που όμως το εγνώριζαν πολύ καλύτερα ο Βασιλεύς Γεώργιος Α΄ των Ελλήνων καθώς και ο τότε διάδοχος του Σουλτάνου. Δυστυχώς όμως το είχαν πληροφορηθεί και οι Άγγλοι. Αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου με την Βουλγαρία ο Χρύσανθος βρίσκεται ν΄ αγωνίζεται απεγνωσμένα στην ιδιαίτερη πατρίδα του προκειμένου να καταφέρει να ενώσει Έλληνες και Τούρκους στο αίτημα της αυτονόμησης της Δυτικής Θράκης προκειμένου να προλάβει την ενσφήνωση της Βουλγαρίας στη περιοχή μεταξύ της Ελλάδος και Τουρκίας. Την ίδια όμως εποχή τον Μάρτιο του 1913 ο μητροπολίτης Τραπεζούντας μετατέθηκε στη Κύζικο και οι Τραπεζούντιοι αξίωσαν τον Χρύσανθο ως νέο μητροπολίτη τους. Έτσι το ίδιο έτος 1913, ο Χρύσανθος εξελέγη μητροπολίτης στην Τραπεζούντα του Πόντου .

Ο καθεδρικός Ναός του Αγίου Γρηγορίου της Τραπεζούντας Περίοδος 1913-1922
Η δεκαετία που ακολούθησε αλλοίωσε σε μεγάλο βαθμό την όλη κατάσταση των πραγμάτων στη Μέση Ανατολή . Οι ιστορικοί εκείνοι πόλεμοι που ομολογουμένως διπλασίασαν την έκταση της Ελλάδας μείωσαν αντίστοιχα τη βαρύτητα του Ελληνισμού στην Ανατολή. Οι νεότουρκοι, αποδεδειγμένα ιστορικά, παροτρυνόμενοι και επικουρούμενοι κυρίως από τους Γερμανούς άρχισαν να παρασκευάζουν τους απάνθρωπους διωγμούς κατά του γηγενή από χιλιετηρίδων ελληνικού στοιχείου. Το 1914 άρχισαν οι ομαδικές εκτοπίσεις από τη Θράκη και από τις άλλοτε Ιωνικές και Αιολικές ακτές της Μικράς Ασίας που άρχισαν όμως γρήγορα να επεκτείνονται και προς την Ανατολή. Ως «μέγας άθλος» καταλογίστηκε τότε για τον Χρύσανθο που με όπλα του τα πνευματικά του χαρίσματα, την πειθώ του λόγου του και την προσωπική του παρουσία συγκράτησε στα σύνορα της μητροπολιτικής του επαρχίας τη πορεία του κύματος των διωγμών αγωνιζόμενος κατά τις παλινδρομικές φάσεις ανακαταλήψεων στο τετραετή πόλεμο Ρώσων και Τούρκων με χωρίς σχεδόν ελληνικές απώλειες. Κατάφερε μάλιστα να επεκτείνει αποτελεσματικά τη προστασία του και προς τους Έλληνες των γειτονικών περιοχών Ροδόπολης και Χαλδείας. Μάλιστα κατάφερε να συνενώσει τους Τούρκους με τους Έλληνες αλλά και με τα κατάλοιπα της φρικτής σφαγής των Αρμενίων κατά της ρωσικής λαίλαπας από τα σταθμεύοντα στη περιοχή ρωσικά στρατεύματα, κατά την ρωσική επανάσταση του Μαρτίου του 1917 που σε πλήρη διάλυση της πειθαρχίας είχαν αρχίσει τις καταστροφές. Ήταν και αυτό μια εκδήλωση του μυστικού οράματος της ιδέας διακυβέρνησης και συμβίωσης των σύνοικων λαών. Έτσι στη περίοδο της ανακωχής, κατά τη Συνθήκη του Μούδρου, η μορφή του Χρύσανθου δεσπόζει στη περιοχή του Πόντου και αποτελεί την εγκυρότερη και δημοφιλέστερη προσωπικότητα μεταξύ ομογενών και αλλογενών που του αναγνωρίζουν και οι «Μεγάλες Δυνάμεις» της Αντάντ. Έτσι κάτω από αυτές τις συνθήκες αναγνώρισής του, το 1919 ο Χρύσανθος κλήθηκε από τον τότε τοποτηρητή του Οικουμενικού Θρόνου Δωροθέου (Μητροπολίτη Προύσας) και από τον Αλέξανδρο Παπά να εκπροσωπήσει τον αλύτρωτο Ελληνισμό του Πόντου στο Παρίσι κατά τις εκεί διασκέψεις. Από τις επιστολές, του τότε υπουργού εξωτερικών Ν. Πολίτη, έγγραφα και πρακτικά του Οικουμενικού Πατριαρχείου αλλά και από δημοσιεύματα του Τύπου (ελληνικού και ξένου) της εποχής διαφαίνονται οι ενθουσιαστικές απηχήσεις επί των επιδέξιων χειρισμών των εμπιστευμένων στο Χρύσανθο θεμάτων ενώπιον των «Μεγάλων». Τότε ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον εξουσιοδότησε να προχωρήσει σε διακρίβωση δυνατοτήτων για απ΄ ευθείας συνεννοήσεις με τους Τούρκους. Ακολούθησαν πολλές και ενθαρρυντικές επαφές, πλην όμως ο Βενιζέλος προτίμησε να μη δώσει συνέχεια όταν διαγνώσθηκε ότι « ...οι διεκδικήσεις επί της Θράκης και της Δυτικής Μακεδονίας εύρισκαν διπλωματική κατευόδωση ». Το 1920 ο Χρύσανθος ταξίδεψε στη Γεωργία που μετά την ρωσική επανάσταση είχε ημι-αυτονομηθεί προκειμένου να τακτοποιήσει εκκλησιαστικά ζητήματα ορθοδοξίας που είχαν ενσκήψει. Στη πραγματικότητα, ο κύριος σκοπός του Χρύσανθου στο ταξίδι του εκείνο ήταν η χάραξη ορίων μεταξύ του νεοπαγούς κράτους της Γεωργίας και της σχεδιαζόμενης αυτονόμησης της ελληνικής πολιτείας του Πόντου. Και πράγματι αυτό συντελέστηκε με την υπογραφή της διμερούς μυστικής συμφωνίας Χρύσανθου - Χατισιάν (Αρμένιου πρωθυπουργού Γεωργίας), λεγόμενη και Συμφωνία Εριβάν από το όνομα της πόλης που συν-ομολογήθηκε. Το 1921 ο Δημήτριος Γούναρης κάλεσε τον Χρύσανθο να μετάσχει της ελληνικής αποστολής στο Λονδίνο . Κατά τον χρόνο της παραμονής του Χρύσανθου στο Λονδίνο στη Τουρκία ειδικό «Δικαστήριο της Ανεξαρτησίας» καταδικάζει ερήμην τον Μητροπολίτη Τραπεζούντας εις θάνατο. Αυτό είχε ως συνέπεια την εσπευσμένη επιστροφή του Χρύσανθου στην έδρα του και στη συνέχεια προκειμένου ν΄ αποφύγει τη σύλληψή του από τις κεμαλικές δυνάμεις που είχαν ήδη εγκατασταθεί στη μητροπολιτική περιφέρειά του κατέφυγε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Μετά όμως και από το άδοξο τέλος της Μικρασιατικής εκστρατείας, το 1922 , ο Χρύσανθος κατέφυγε τελικά στην Αθήνα .

Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος Φιλιππίδης & Μητροπολίτης Τραπεζούντος ΠόντουΠερίοδος 1922-1938
Από το 1922 ο από Τραπεζούντος Mητροπολίτης Χρύσανθος βρίσκεται στην Αθήνα και παραμένει μακριά από τα τεκταινόμενα, ως απλός θεατής των γεγονότων χωρίς να λαμβάνει καμία θέση σ΄ αυτά. Το 1926 διορίζεται από την τότε κυβέρνηση ως "αποκρισάριος" του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στην Αθήνα , θέση που θα διατηρήσει μέχρι το 1938 . Από τη θέση αυτή ο Χρύσανθος στην αρχή διαχειρίστηκε όλα τα των εξωτερικών θεμάτων και σχέσεων της Μεγάλης Εκκλησίας. Το 1927 ανέλαβε και έφερε σε πέρας τη πρώτη εκκλησιαστική συμφωνία με τα Τίρανα τακτοποιώντας τα πρώτα θέματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αλβανία. Όταν όμως λίγο αργότερα η κυβέρνηση των Τιράνων αθέτησε τα συμφωνημένα, το 1929, αμέσως ο Χρύσανθος επιχείρησε ένα μακρύ ταξίδι στο Βουκουρέστι, στο Βελιγράδι και στη Βαρσοβία προκειμένου να ενημερώσει και να κατατοπίσει τις Εκκλησίες των Χωρών αυτών περί της αθέτησης της Αλβανίας και να συστήσει επιφύλαξη και αποχή σε αντικανονικές επαφές. Συνέπεια εκείνου του ταξιδίου ήταν η μετέπειτα εκδήλωση συμμόρφωσης της Αλβανίας στα συμφωνηθέντα θρησκευτικά θέματα. Το 1930 ο Χρύσανθος προήδρευσε στο Άγιο Όρος ως εκπρόσωπος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως του τότε Πανορθόδοξου Συνεδρίου το οποίο και καθόρισε τα της ημερήσιας διάταξης θεμάτων της Πανορθόδοξης Συνόδου που όμως δεν συγκλείθηκε ποτέ. Τον ίδιο χρόνο ο Χρύσανθος συνεπικουρούμενος και από αντιπροσωπείες των Πατριαρχείων Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας κατάφερε σε ταξίδι του στη Δαμασκό ν΄ αποκαταστήσει την ειρήνη στο Πατριαρχείο Αντιοχείας (Εκκλησία Αντιοχείας) με την αναγνώριση του Πατριάρχη Αντιοχείας Αλέξανδρου. Τον επόμενο χρόνο ο Χρύσανθος έσπευσε για τον αυτό σκοπό στη Ρόδο για την αποκατάσταση της θρησκευτικής ειρήνης της Δωδεκανησιακής Εκκλησίας και αμέσως μετά βρέθηκε στη Κύπρο όταν εκδηλώθηκε το αγγλικό πραξικόπημα του 1931 .
Για τον Χρύσανθο θεωρείται πως καμία περιοχή εκκλησιαστική, τόσο εξω-ελλαδική όσο και εσω-ελλαδική, δεν έμεινε έξω από το θρησκευτικό του ενδιαφέρον, προσφέροντας κάθε φορά την μέριμνα και τη στοργή του. Όταν τέλος ανέλαβε Πρόεδρος του Συμβουλίου του Ταμείου Ανταλλαξίμων Κοινοτικών και Κοινωφελών Περιουσιών (Τ.Α.Κ.Κ.Π.) από της σύστασής του, πέτυχε με υποδειγματική διαχείριση των προσόδων αυτού να θεραπεύσει τις στοιχειώδεις πνευματικές ανάγκες των νεοπαγών προσφυγικών κοινοτήτων με επικουρική χρηματοδότηση των ανεγειρομένων σχολείων και ναών και του εφοδιασμού τους με βιβλία, ιερά σκεύη, εικόνες άμφια κ.λπ. αντίστοιχα. Ειδικά γι' αυτή τη μεγάλη προσφορά του Χρύσανθου ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος είχε πει χαρακτηριστικά:  Δεν γνωρίζω παράδειγμα αποστολής εκ των πολλών αίτινες τω ανετέθησαν, την οποίαν να μην έφερε εις πέρας μετ' επιτυχίας. Το 1937 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος στο Σοούκ Σού (Κρυονέρι) με τον Κεμάλ πασά και άλλους επισήμουςΑρχιεπίσκοπος Αθηνών
Μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου , (22 Οκτωβρίου 1938) ο από Τραπεζούντος Χρύσανθος εκλέχθηκε να διεκδικεί στη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος τη θέση του Προκαθημένου της Ελλαδικής Εκκλησίας έχοντας ως αντίπαλο τον Μητροπολίτη Κορινθίας και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό , ιεράρχη με έντονη επίσης κοινωνική δραστηριότητα. Έτσι στις 5 Νοεμβρίου του 1938 εκλέχθηκε μετά από τρίτη ψηφοφορία ο Κορινθίας Δαμασκηνός με οριακή εκλογή λαμβάνοντας 31 ψήφους έναντι των 30 του Χρύσανθου. Με την εκλογή όμως αυτή ο τότε μητροπολίτης Φθιώτιδας Αμβρόσιος εξεγέρθηκε αμφισβητώντας το αποτέλεσμα θεωρώντας το ως άκυρο. Τον Αμβρόσιο ακολούθησε τότε σχεδόν η μισή ιεραρχία της Ελλάδος με συνέπεια τη δημιουργία τεράστιου εκκλησιαστικού ζητήματος. Οι λόγοι ακυρότητας για τους οποίους αντέδρασε τότε η μισή Ιερά Σύνοδος καθοδηγούμενη από τον Αμβρόσιο ήταν κυρίως δύο : 
α) Στην εκλογή εκείνη σύμφωνα με την υφιστάμενη τότε νομοθεσία ο από Τραπεζούντος Χρύσανθος είχε τη δυνατότητα να θέσει υποψηφιότητα αλλά όχι να παραστεί και να ψηφίσει ο ίδιος, επειδή ανήκε σε άλλο «κλίμα», ήταν δηλαδή όπως έλεγαν τότε «εξωελλαδικός». Όπως και συνέβη και δεν ψήφισε, σε αντίθεση με τον αντίπαλό του Δαμασκηνό που παρέστη και ψήφισε.
β) Την τελευταία στιγμή προ της εκλογής, από λάθος (όπως υποστηρίχθηκε) του Υπουργείου Θρησκευμάτων, στο κατάλογο των ψηφοφόρων περιλαμβάνονταν και ο (πρώην) μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Ιωάννης που είχε ήδη εν τω μεταξύ εκπέσει της διοίκησης της επαρχίας του και είχε παυτεί από μητροπολίτης, κατηγορούμενος για σιμωνία , ο οποίος τελικά και είχε ψηφίσει ως μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως. Οι παραπάνω αυτοί λόγοι οδήγησαν την υπόθεση, κατόπιν αίτησης των μητροπολιτών Αμβροσίου (Φθιώτιδας), Ιακώβου (Μυτιλήνης) και Ειρηναίου (Σάμου), στο Συμβούλιο της Επικρατείας που ήταν και το αρμόδιο για την επίλυσή της, το οποίο και τελικά ακύρωσε την εκλογή του Δαμασκηνού. Η Κυβέρνηση τότε (του Ιωάννη Μεταξά ) προκειμένου να δώσει τέρμα στην όλη υπόθεση, αφενός μεν για το λάθος που είχε συμβεί έπαψε τον υπουργό θρησκευμάτων Κ. Γεωργακόπουλο και αφετέρου με πρόταση των τότε υπουργών Θ. Νικολούδη και του Μανιαδάκη, εκδίδει στις 3 Δεκεμβρίου του 1938 αναγκαστικό Νόμο (Α.Ν. 1493/3-12-1938) με τον οποίο και κατάργησε τον υφιστάμενο νόμο της Επανάστασης του 1922 που θέσπιζε τα περί εκλογής αρχιεπισκόπου και επανέφερε τον προηγούμενο σχετικό νόμο που ίσχυε σε όλον τον πρώτο αιώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας. Έτσι σύμφωνα με εκείνον στις 12 Δεκεμβρίου του 1938 ακολούθησε νέα εκλογή υπό «Αριστίνδην Σύνοδο» (Σύνοδο, της οποίας τα μέλη έχουν επιλεγεί αυθαίρετα από την Κυβέρνηση) όπου και αναδείχθηκαν τελικά τρεις υποψήφιοι: ο από Τραπεζούντος Χρύσανθος με 11 ψήφους και οι μητροπολίτες Λήμνου και Δράμας από 4 έκαστος. Σύμφωνα λοιπόν με τα οριζόμενα του παλαιού νόμου ο Βασιλεύς Γεώργιος Β΄ εξέλεξε τον Χρύσανθο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών.

Περίοδος 1938-1941
Το 1940 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών . Με την εμπλοκή της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος ανέπτυξε έντονη εθνική δράση, εμψυχώνοντας τον λαό και τον Στρατό της χώρας. Όταν η Ελλάδα έπεσε στα χέρια του Άξονα το 1941 , ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος αρνήθηκε να ορκίσει την δωσίλογη κυβέρνηση του Γεωργίου Τσολάκογλου λέγοντας χαρακτηριστικά: «Δεν μπορώ να ορκίσω Κυβέρνηση προβληθείσα από τον εχθρό, εμείς γνωρίζουμε ότι τις Κυβερνήσεις τις ορίζει ο λαός ή ο Βασιλεύς.» Για την στάση του αυτή, στις 2 Ιουνίου του 1941 , με Συντακτική Πράξη της κατοχικής κυβέρνησης, καθαιρέθηκε από το αξίωμά του. Κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου , τάχθηκε υπέρ της «δυναμικής αντιμετώπισης» των κομμουνιστών , όπως άλλωστε και οι διάδοχοί του στην ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος . Πέθανε το 1949. Σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος, υπήρξε μέλος της μασονικής στοάς «Renaissance».

Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com 

Pin It

Print

Add comment


Security code
Refresh

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ