Ο Εθνομάρτυρας Επίσκοπος Ζήλων Αμάσειας του Πόντου Ευθύμιος Αγριτέλλης

Written by Πολατίδης Βασίλειος. Posted in Άγιοι και Μάρτυρες

Ο Εθνομάρτυρας Επίσκοπος Ζήλων Αμάσειας του Πόντου Ευθύμιος ΑγριτέλληςΟ Εθνομάρτυρας Επίσκοπος Ζήλων-Αμασείας Ευθύμιος (Αγριτέλλης) γεννήθηκε στα Παράκοιλα της Λέσβου το 1876. Το βαφτιστικό του όνομα ήταν Ευστράτιος (Στρατής). Τα πρώτα γράμματα έμαθε στο σχολείο του χωριού του. Σε ηλικία εννιά χρονών πήγε κοντά στο νονό του, Άνθιμο Γεωργέλλη, ηγούμενο της Ιεράς Μονής Αγίου Ιγνατίου. Εκεί έμεινε σαν «καλογεροπαίδι». Αργότερα γράφτηκε στη Λειμωνιάδα Σχολή, η οποία λειτουργούσε στην περιοχή «άγιος Ισίδωρος» κοντά στο νεκροταφείο της Καλλονής μέσα σε ιδιόκτητο κτήμα του μοναστηριού σαν Σχολαρχείο. Παρακολούθησε τα μαθήματα έντεκα χρόνια και αποφοίτησε το 1892.

Ζώντας μέσα στο μοναστήρι θέλησε να γίνει Mοναχός. Πήρε το όνομα Ευθύμιος, αναλαμβάνοντας το διακόνημα του εκκλησιάρχου. Με δαπάνη του μοναστηριού αφού είχε τελειώσει το Σχολαρχείο με Άριστα γράφεται το 1900 στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Με απαράμιλλο ζήλο κρατάει σημειώσεις από τους καθηγητές του. Πολλές από αυτές βρίσκονται στη βιβλιοθήκη χειρογράφων της Ιεράς Μονής Λειμώνος. Υπάρχει εργασία του πάνω σε κάποιο χωρίο του Πλούταρχου: «Η των γεγεννημένων πράξεων μνήμη της περί των μελλόντων ευβουλίας γίγνεται παράδειγμα». Το 1906, σε ηλικία 34 ετών, χειροτονήθηκε Διάκονος στο Καθολικό της Ιεράς Μονής Χάλκης από τον Μητροπολίτη Γρεβενών Αγαθάγγελο. Αποφοίτησε από τη Σχολή αριστούχος το 1907 υποβάλλοντας την απαραίτητη για το πτυχίο του διατριβή με τίτλο: «Σκοπός του μοναχικού βίου εν τη Ανατολή μέχρι του θ' αιώνος». Μετά επέστρεψε στη Λέσβο. Μόλις επέστρεψε στη Μονή Λειμώνος διορίστηκε ιεροκήρυκας της επαρχίας Μηθύμνης από τον τότε Μητροπολίτη Στέφανο Σουλίδη. Από τη θέση αυτή διακρίθηκε για τη ρητορική και επιβλητική φωνή του και το πλούσιο περιεχόμενο του λόγου του. Πάνω στο άλογο του γύριζε όλες τις κωμοπόλεις και τα χωριά της επαρχίας και μιλούσε για τον Χριστό, κήρυττε την αγάπη αλλά και την ανάγκη της απελευθέρωσης της πατρίδας.
Στις 10 Αυγούστου 1907 μετά από πρόταση του Μητροπολίτη Στέφανου Σουλίδη και με ομόφωνη απόφαση της Εφορείας Λειμωνιάδος Σχολής διορίστηκε Σχολάρχης και Διευθυντής της. Πολλοί από τους μαθητές του αναφέρουν ότι ήταν πολύ καλός σαν δάσκαλος και εφάρμοζε την επαγωγική μέθοδο. Άρτιος και σοβαρός επιστήμονας, μειλίχιος δάσκαλος, οξυδερκής διευθυντής απέσπασε το θαυμασμό όλων. Δύο σχολικά έτη εδίδαξε ο Εθνομάρτυρας και διεύθυνε την Σχολή. Τον Σεπτέμβριο του 1908 προσελήφθη από τον Μητροπολίτη της Μυτιλήνης και διορίστηκε Σχολάρχης εις τον Σκόπελο της Γέρας. Επέστρεψε όμως και πάλι στη Μονή Λειμώνας και ανέλαβε ξανά τα καθήκοντα του Ιεροκήρυκα της επαρχίας Μηθύμνης. Το Σεπτέμβριο του 1909 έγινε πρεσβύτερος και πρωτοσύγκελος. Έδειξε ήθος σεμνότατο, ακαταπόνητη εργατικότητα και μεγάλη ευστροφία. Τον Ιούλιο του 1911 απομακρύνεται από τη θέση του βοηθού επισκόπου Αμασείας της Ιεράς Μητροπόλεως του Πόντου, ο επίσκοπος Ευγένιος. Η φήμη του Ευθυμίου από τα φοιτητικά του ακόμα χρόνια είχε διαδοθεί και είχε φτάσει στα αυτιά του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ'.
Η δράση του σαν κληρικού είχε εκτιμηθεί από τον Μητροπολίτη Αμασείας-Πόντου, Γερμανό Καραβαγγέλη. Έτσι στις 27 Ιουνίου 1912 κλήθηκε ο Ευθύμιος να χειροτονηθεί στην Κωνσταντινούπολη βοηθός Επίσκοπος του Μητροπολίτη Αμασείας του Πόντου. Λέγεται ότι όταν του ανακοινώθηκε η θέση αυτή δεν είχε δεκάρα για να αγοράσει τα άμφια του και για το λόγο αυτό ζήτησε δανεικά από το Μοναστήρι. Πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη και από τα χέρια του Πατριάρχη Ιωακείμ του Γ' παίρνει τον τίτλο του Επισκόπου της παλιάς γνωστής Επισκοπής της πόλης Ζήλε του Πόντου και χειροτονείται Επίσκοπος Ζήλων. Η Μητρόπολη Αμασείας είχε έδρα την Αμισό (Σαμψούντα) και όχι την Αμάσεια, γιατί στην περιοχή αυτή ήταν συγκεντρωμένος ο περισσότερος Ελληνικός και Χριστιανικός πληθυσμός. Έτσι ο Επίσκοπος Ευθύμιος έρχεται στις 6 Αυγούστου 1912 στην Αμισό και αναλαμβάνει τα καθήκοντα του. Επειδή ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης, σαν συνοδικός, απουσίαζε πολύ συχνά, στους ώμους του Ευθυμίου έπεφτε όλο το βάρος και η ευθύνη των 340 περίπου ενοριών και των 150.000 Ελλήνων - Χριστιανών. Μέρα και νύχτα επισκεπτόταν όλες τις ενορίες δίνοντας θάρρος στους Έλληνες. Όλοι έβλεπαν στο πρόσωπο του Ευθυμίου το σοφό δάσκαλο, το φιλόστοργο πατέρα και τον μεγαλύτερο αδερφό. Του έλεγαν όλα τα προβλήματα του και τις προσδοκίες τους. Τον υποδέχονταν με σεβασμό και αγάπη και ήταν έτοιμοι να ανταποκριθούν σε όλες τις προτάσεις και εντολές του. Στις 14 Ιανουαρίου του 1913 τοποθετείται ο Ευθύμιος Επίσκοπος Πάφρας ή Αλύας. Λεγόταν έτσι από τον ποταμό που βρίσκεται κοντά (Άλυς Κιζίλ Ιρμάκ) που εκβάλει στον Εύξεινο Πόντο. Η επισκοπή της Πάφρας είχε καταργηθεί το 1461 όταν ο Μωάμεθ Β' ο εκπορθητής κατέλαβε την Τραπεζούντα και ολόκληρο τον Πόντο. Ο Επίσκοπος Πάφρας Ευθύμιος έχει αναλάβει τώρα διπλή ευθύνη. Να αναπληρώνει τον συχνά απουσιάζοντα από την έδρα του Μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη και να είναι Επίσκοπος της Πάφρας. Στην περιοχή αυτή της Πάφρας εργάστηκε περίπου 10 χρόνια.
Βοήθησε σε μεγάλο βαθμό την παιδεία και την κοινοτική οργάνωση. Επισκέπτεται όλα σχεδόν τα χωριά της περιοχής Πάφρας τα οποία ανέρχονται σε 130 και είναι όλα αμιγή ελληνικά. Υπάρχουν βέβαια και 80 αμιγή τουρκοχώρια. Ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός της Πάφρας, κατά τα επίσημα στατιστικά στοιχεία του Πατριαρχείου, είναι 58.000 ψυχές. Αρχίζει να κτίζει μέσα στην πόλη της Πάφρας διάφορα σχολεία, αρρεναγωγεία και παρθεναγωγεία και φροντίζει για την τοποθέτηση σ' αυτά των κατάλληλων δασκάλων. Κτίζει το κτίριο της Επισκοπής που σώζεται μέχρι σήμερα. Εκεί η τουρκική κυβέρνηση του Κεμάλ εγκατέστησε πρόσφυγες Τούρκους με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Κοντά στην επισκοπική έδρα ήταν κτισμένη η Μητρόπολη της Πάφρας η Αγία Μαρίνα, την οποία οι Τούρκοι αρχικά (μέχρι το 1928) χρησιμοποίησαν σαν θέατρο (αίθουσα) και αργότερα κατεδάφισαν με την ελπίδα μήπως και βρουν στους τοίχους κρυμμένο θησαυρό των πλουσίων εμπόρων της Πάφρας. Ο Δεσπότης Ευθύμιος, όπως συνήθιζαν να τον αποκαλούν, έκτισε σε 40 περίπου χωριά εκκλησίες και χειροτόνησε δεκάδες Ιερείς. Ήθελε να μη στερείται και το μικρότερο χωριό το δάσκαλο και τον παπά, που θεωρούσε ότι ήταν πρωτεργάτες στην εθνική και πνευματική ανάπτυξη της περιοχής. Με κάθε τρόπο προσπαθούσε να ξεσηκώσει τους Έλληνες ώστε μέσα στις εσχατιές της απέραντης εχθρικής αυτοκρατορίας να διεκδικήσουν την ελευθερία τους.
Η δράση του
Ο Καπετάνιος του Ποντιακού Αντάρτικου Αντών' ΠασάςΕίναι η εποχή των Νεότουρκων και ακολουθεί η εποχή των Κεμαλικών. Τότε κηρύσσεται διωγμός κατά των Ελλήνων. Γενοκτονία φοβερή ξεσπά ενάντια των Χριστιανών του Πόντου με ιδιαίτερη βαρβαρότητα στην περιοχή Πάφρας - Σαμψούντας. Η δράση του Ευθυμίου μεταβάλλεται από προσπάθεια ανάπτυξης σε προσπάθεια περισυλλογής. Κινδυνεύοντας, επισκέπτεται όλες τις περιοχές για να προσφέρει βοήθεια σε όσους βρίσκονται σε απόγνωση από τους διωγμούς. Το 1917 αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο σε ένοπλες ομάδες ανταρτών. Επισκέπτεται συχνά τον περίφημο γενικό αρχηγό του Δυτικού Πόντου Αντών Πασά ή Αντών Καραμπέγ (δηλ. Ελευθερίου Αντώνη) στο βουνό Νεπιέν Ντάγ. Μαζί με όλους τους άλλους οπλαρχηγούς κατευθύνει τις επιχειρήσεις των ανταρτών κατά του τακτικού τουρκικού στρατού και των ενόπλων που δρούσαν σαν έμμισθοι των Τούρκων κατά των Ελλήνων.
Στις επισκέψεις του στα χωριά όπως αφηγούνται δεκάδες Παφρηνοί έλεγε: «Ξυπνάτε, ραγιάδες, να βρείτε λευτεριά». Την περίοδο 1914 με 1916 αλλά και 1918 με 1919 με την υπογραφή της ανακωχής παρότρυνε όλα τα Δημοτικά Σχολεία, τα Αστικά Γυμνάσια καθώς και το λαό να παραστούν σύσσωμοι στην αναπαράσταση της αυτοκτονίας των 30 νεαρών κοριτσιών του Ασάρ Πάφρας που πέσανε ψηλά από το Κάστρο του Άλυ και αυτοκτόνησαν για να μην πέσουν στα χέρια του Τερέμπεη Χασάν Αλήμπεη το 1680, που γινόταν στις 25 Μαρτίου. Από τις δραστηριότητες του δεσπότη Ευθυμίου και την αύξηση του αριθμού των ανταρτών στα βουνά οι Τούρκοι ανησύχησαν. Αποφάσισαν να στείλουν μια επιτροπή από Έλληνες διανοουμένους και εμπόρους της Πάφρας στον αρχηγό Αντών Πασά και να ζητήσουν με όρους τη διάλυση των αντάρτικων ομάδων. Ήταν μια εποχή που οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να διαλύσουν τους αντάρτες και για να κερδίσουν χρόνο έκαναν αυτόν τον ελιγμό. Ζήτησαν από το Μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη να συγκροτήσει μια επιτροπή.
Για να μη θεωρηθεί ότι ο Μητροπολίτης Γερμανός είχε σχέση με τους αντάρτες η επιτροπή έγινε και αποτελείτο από: Το δεσπότη της Πάφρας Ευθύμιο, σαν Πρόεδρο, τον καπνέμπορα της Πάφρας Πλάτωνα Χ" ψιάννη, τον Αλέξανδρο Ααρών, γιατρό, τον έμπορο Λάζαρο Εφραίμογλου. Η επιτροπή μετέφερε τις προτάσεις των Τούρκων στον αρχηγό των ανταρτών, ο οποίος τις απέρριψε και γύρισαν άπρακτοι. Από αφηγήσεις συνεργατών του μαθαίνουμε πως μέσα στο επισκοπικό του μπαστούνι υπήρχε τρύπα, μέσα στην οποία είχε φυλαγμένα σχέδια και εντολές για δράση των ανταρτών κατά των Τούρκων. Όπως υποστηρίζουν πολλοί Παφρηνοί ένας από τους λόγους που τον ήθελαν οι Τούρκοι ήταν ο ηγετικός του ρόλος μέσα στους αντάρτες του Δυτικού Πόντου, οι οποίοι τον υπάκουαν τυφλά και τον σεβόντουσαν.
Το 1920 επισκέπτεται όλους τους εμπόρους της Πάφρας, της Σαμψούντας και του Αλατζάμ και ζητά να βοηθήσουν οικονομικά τους αντάρτες για να προμηθευτούν όπλα και σφαίρες. Δυστυχώς αυτοί αρνούνται για να μην τα χαλάσουν με τους Τούρκους γιατί νομίζουν πως έτσι θα σωθούν.
Εκείνο τον καιρό (30 Μαΐου 1920) τον επισκέπτεται στο επισκοπικό του γραφείο ο απεσταλμένος του Στρατηγείου της Μικράς Ασίας Λοχαγός Χρυσόστομος Καραΐσκος για να εξετάσουν τη δυνατότητα ενίσχυσης των ανταρτών του Πόντου από την ελληνική κυβέρνηση. Η ενίσχυση όμως αυτή ποτέ δεν ήρθε και οι αντάρτες αφέθηκαν στην τύχη τους.
Γερμανός Καραβαγγέλης, επίσκοπος Αμασείας και Αμισού του Πόντου (ο και Καστορίας) Ο δεσπότης της Πάφρας άρχισε να παρακολουθείται στενά από Τούρκους αστυνομικούς αλλά και από πολίτες, γι' αυτό και οι επισκέψεις του στα λημέρια των ανταρτών γίνονταν με μεγάλη μυστικότητα. Στις 6 Ιανουαρίου 1921, ημέρα των Θεοφανίων, οι Τούρκοι δεν μπορούν να εμποδίσουν τους Έλληνες Χριστιανούς να πάνε στην εκκλησία. Βρίσκουν την ευκαιρία οι υπεύθυνοι των ανταρτών να 'ρθουν στο Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Μαρίνας και μπαίνουν στο Ιερό. Μέσα εκεί στο Ιερό και παρά την παρακολούθηση των μυστικών πρακτόρων γίνεται σύσκεψη και παίρνουν την απόφαση μια δύναμη από 600-800 άνδρες να πάει να συναντήσει τον Ελληνικό Στρατό στην περιοχή του Σαγγάριου για να υπάρχει άμεση επαφή μεταξύ των ανταρτών και του προελαύνοντας ελληνικού στρατού. Μετά από αυτή τη σύσκεψη ο Ευθύμιος πήγε στην έδρα της Μητροπόλεως την Αμισό (Σαμψούντα) γιατί όπως είπαμε αναπλήρωνε τον Μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε εξορισθεί και είχε φύγει από τον Πόντο στην Κωνσταντινούπολη μαζί με άλλους πέντε Μητροπολίτες. Με απόφαση της κεμαλικής κυβέρνησης όφειλαν όλοι οι Μητροπολίτες, οι επίσκοποι και οι αρχιμανδρίτες του Πόντου να εγκαταλείψουν το έδαφος του Πόντου. Από όλους τους παραπάνω οι μόνοι που παράκουσαν την κυβερνητική απόφαση των Τούρκων ήταν: ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος, ο επίσκοπος Πάφρας Ευθύμιος Αγριτέλλης, ο Αρχιμανδρίτης της Μητρόπολης Αμασείας - Αμισού Πλάτων Αϊβαζίδης.
Όπως ήταν φυσικό για τη μεγάλη και εκπληκτική του δράση και την αγάπη του για το ποίμνιο του, έπεσε στα χέρια των Κεμαλικών, όταν στις 21 Ιανουαρίου 1921 μπήκαν στην Μητρόπολη Αμασείας και τον συνέλαβαν μαζί με προύχοντες της πόλης και τον Αρχιμανδρίτη Πλάτωνα Αϊβατζίδη. Οδηγήθηκε στις φυλακές Σούγια της Αμασείας όπου βασανίστηκε. Μέσα στις φυλακές, μαζί με τους άλλους συμπατριώτες του, δεχόταν τη μεγαλύτερη ταπείνωση, αλλά δεν έπαυε να ενδιαφέρεται για τους πιστούς του. Με επιστολή του στην κυβέρνηση της Άγκυρας αναλάμβανε όλες τις ευθύνες προσωπικά για την αντίσταση και την οργάνωση των Ελλήνων κατά των τούρκων. Ήθελε να απαλλάξει από κάθε ευθύνη τους συγκατηγορούμενούς του. Στη φυλακή οι Τούρκοι προσπαθούσαν να βρουν ευκαιρία να τον τιμωρήσουν. Έτσι, το Πάσχα (18 Απριλίου 1921) όταν βγήκε στο προαύλιο των φυλακών, τον είδαν εκεί και για να τον τιμωρήσουν τον οδήγησαν στα ανήλια και σκοτεινά υπόγεια μπουντρούμια των φυλακών. Μέσα σ' αυτό το κολαστήριο τον άκουγαν να ψάλλει την Παράκληση της Παναγίας και τη νεκρώσιμη Ακολουθία κηδεύοντας τον εαυτό του.
Οι τούρκοι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να συντομεύσουν το θάνατο του, γιατί φοβόνταν μήπως επέμβει κάποια μεγάλη δύναμη και μέσα από το Πατριαρχείο τον ελευθερώσουν. Γι' αυτό τον βασάνιζαν. Μη μπορώντας να αντέξει ο Ευθύμιος παρέδωσε την ψυχή του στις 29 Μαΐου 1921. Οι τούρκοι διέδωσαν ότι πέθανε γιατί προσβλήθηκε από τύφο. Τον έθαψαν στον περίβολο της εκκλησίας που ήταν κοντά. Σαν ειρωνεία της τύχης μετά το θάνατο του ήρθε η απόφαση του Υπάτου δικαστηρίου που τον καταδίκαζε «εις τον δι' αγχόνης θάνατον». Έτσι πέθανε ο ηρωικός και γενναίος αυτός πατριώτης.
«Κι έγινε σίφουνας κι οργή το πέρασμα σου,
το ράσο σαν τρομάρα και απειλή,
το αποστολικό και θείο κήρυγμα σου,
αστροπελέκι στου εχθρού την κεφαλή».

ΑΦΗΓΗΣΗ ΑΡΤΕΜΙΣΙΑΣ ΣΑΡΑΦΟΓΛΟΥ - δασκάλας στο Παρθεναγωγείο Πάφρας (Αρχείο Γ. Θ. Αντωνιάδη).
«...Ήμουν δασκάλα στο Παρθεναγωγείο της Πάφρας και το σπίτι μας ήταν κοντά στην Επισκοπική Εκκλησίας της Αγίας Μαρίνας. Εκεί γνώρισα τον Επίσκοπο Ευθύμιο Αγριτέλλη. Πολλές φορές έφευγε από την Πάφρα και πήγαινε στη Σαμψούντα αλλά και πολύ συχνά επισκεπτόταν τα χωριά της Επαρχίας του και εμψύχωνε τους Ελληνορθόδοξους και τους συμπαραστεκόταν. Θα χρειαζόμουν πολύ χαρτί και μελάνι για να καταγράψω με κάθε λεπτομέρεια τη δράση και τον πατριωτισμό αυτού του ρασοφόρου. Με πρωτοβουλία του Επισκόπου Πάφρας Ευθυμίου, επαναλήφθηκαν την περίοδο 1913-1915 και 1918-1919 οι τελετές που εγίνοντο και είχαν διακοπεί για να τιμήσουν τις 30 κοπέλες των χωριών Ασάρ. Κάλεσε όλα τα Σχολεία τα Ελληνικά, να πάμε τους μαθητές μας στο Κιζ Καλεσί (Κάστρο Κοπέλας), που απείχε από την Πάφρα 20 χιλιόμετρα για να παρακολουθήσουμε την αναπαράσταση της αυτοκτονίας. Στη διάρκεια της αναπαράστασης έβγαζε πύρινους και φλογερούς εθνικούς λόγους που έκανε όλους εμάς να κλάψουμε. Για τη σύλληψη του Δεσπότη μας Ευθυμίου στη Μητρόπολη της Σαμψούντας μάθαμε την επομένη της συλλήψεως του και εμείς που διαμέναμε στην πόλη της Πάφρας δεχτήκαμε την είδηση μουδιασμένοι και απογοητευμένοι. Υποχρεωθήκαμε  να καταφύγουμε στα γύρω βουνά και ν' ακολουθήσουμε τους αντάρτες. Τον επίσκοπο Πάφρας Ευθύμιο εμείς οι Παφραίοι τον λατρεύαμε σα Θεό. Όλοι οι καπεταναίοι και οι αντάρτες όταν τον έβλεπαν εκδήλωσαν την αγάπη και τόσο σεβασμό στο πρόσωπο του. Θυμάμαι ένα περιστατικό που έγινε με τον καπετάνιο Ακ Τεκελί Αλέκο, ο οποίος κάπνιζε και όταν ξαφνικά βρέθηκε μπροστά του ο Δεσπότης έκρυψε το αναμμένο τσιγάρο του στην τσέπη του σακακιού του και λίγο έλειψε να καεί. Υπήρχε μεγάλος σεβασμός στο πρόσωπο του και ενώ αυτός έφερνε τσιγάρα για τους καπεταναίους και τους αντάρτες στα βουνά, κανένας τους δεν κάπνιζε μπροστά του γιατί το θεωρούσαν ασέβεια και ντροπή.

Πηγή : Ρομφαία

Ποντιακή Ιστορία & Λαογραφία - Βασίλειος Β. Πολατίδης - www.kotsari.com 

Print